Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιώνγα — ἰώνγα (Α) βοιωτ. τ. τού έγωγε, βλ. εγώ … Dictionary of Greek
ἰώνγα — ἐγώγε nom/voc 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)